ἀργομέτωπος

ἀργομέτωπος
ἀργομέτωπος, ον,
A with rough-hewn faces,

λίθοι Ph.Bel.82.5

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αργομέτωπος — ἀργομέτωπος, ον (Α) αυτός που έχει την επιφάνεια ακατέργαστη («ἀργομέτωποι λίθοι») …   Dictionary of Greek

  • ἀργομέτωποι — ἀργομέτωπος with rough hewn faces masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …   Dictionary of Greek

  • μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”